Φραγκίσκος Λεονταρίτης
Η βιογραφία του
Η ακόλουθη βιογραφία του Φ. Λεονταρίτη είναι βασισμένη στο βιβλίο του Καθ. Ν.Μ. Παναγιωτάκη, “Φραγκίσκος Λεονταρίτης: Κρητικός μουσικοσυνθέτης του 16ου αιώνα. Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του”, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, No. 12, Βενετία (1990).
Ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης ήταν γέννημα της αρμονικής διασταύρωσης της ελληνο-βυζαντινής με την λατινο-ιταλική παράδοση. Έλληνας στην καταγωγή, αλλά καθολικού δόγματος, ο Φ. Λεονταρίτης ήταν ο γιος καθολικού ιερέα και αξιωματούχου (thesaurarius) του Αγ. Τίτου, καθεδρικού ναού της αρχιεπισκοπής Κρήτης, και ορδόδοξης μητέρας. Γεννημένος (~1518) και μεγαλωμένος στο Χάνδακα, την πρωτεύουσα της Βενετοκρατούμενης Κρήτης, ήταν όπως φαίνεται προικισμένος με θαυμάσια φωνή και από μικρός είχε δείξει το ταλέντο του στη μουσική. Η συμπαράσταση του περιβάλλοντος του συνομήλικού του και μετέπειτα αρχιεπισκόπου Κρήτης, Pietro Lando, φαίνεται ότι τον βοήθησε να επιτύχει τους καλλιτεχνικούς του στόχους στη Ρώμη και τη Βενετία, όπου μαρτυρείται το 1544. Στην αιώνια πόλη κατόρθωσε να παραμερίσει και τα τελευταία εμπόδια για τη χειροτονία του σε ιερέα. Είναι όμως πιθανό ότι ο Λεονταρίτης είχε σταλεί σε μικρή ηλικία στην Ιταλία για να σπουδάσει μουσική.
Σε ηλικία 30 περίπου ετών, μετά από παρέμβαση του ίδιου του δόγη της Βενετίας F. Donato (γεγονός που δείχνει ότι ο Λεονταρίτης ήταν ήδη γνωστός μουσικός), προσελήφθη στις 4 Ιουνίου 1549 ως τραγουδιστής (cantore) της περίφημης χορωδίας του ναού του Αγ. Μάρκου της Βενετίας, με μισθό 50 δουκάτων το χρόνο. Η μουσική ζωή της πόλης είχε εισέλθει στη χρυσή εποχή της με την πρόσληψη του Φλαμανδού Adrian Willaert ως διευθυντή της χορωδίας του ναού το 1527. Ο Willaert παρέμεινε στη θέση αυτή 35 ολόκληρα χρόνια και ήταν maestro di capella του Λεονταρίτη. Η ιδιότητα του μέλους της χορωδίας του Αγ. Μάρκου ήταν αξιοζήλευτη. Η θαυμάσια φωνή και η μουσική δεξιοτεχνία του Λεονταρίτη τον ανέδειξαν σε έναν από τους πιο φημισμένους και περιζήτητους μουσικούς της Βενετίας. Το 1557 παραιτήθηκε από τη χορωδία, αλλά παρέμεινε στη Βενετία για πέντε ακόμη χρόνια. Η ζωή του στη Βενετία ήταν μάλλον καλλιτεχνικά αποδοτική. Σε προσωπικό όμως επίπεδο ήταν γεμάτη πικρίες και δυσάρεστες περιπέτειες, η σημαντικότερη των οποίων ήταν η προσωρινή έκπτωση από την ιερατική του ιδιότητα το 1552.
Το 1562 πήγε στη Βαυαρία, όπου προσελήφθη ως μέλος της αυλικής χορωδίας του Μονάχου. Πριν από αυτόν, δύο άλλοι σημαντικοί μουσικοί της εποχής, συνδεόμενοι με τη Βενετία, ο Φλαμανδός Cipriano de Rore, διάδοχος του Willaert, και ο Ιταλός Andrea Gabrieli, είχαν ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο για το Μόναχο. Η χορωδία της βαυαρικής αυλής ήταν μία από τις διασημότερες της Ευρώπης εκείνη την εποχή, έχονταε για πολλά χρόνια ως μαέστρο τον μεγάλο μουσικό Orlando di Lasso. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο δούκας γνώριζε προσωπικά τον Λεονταρίτη και έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για την ικανότητά του ως μουσικό και την ευφυία του ως άτομο. Γενικά, η θητεία του Λεονταρίτη στη χορωδία της βαυαρικής αυλής φαίνεται ότι υπήρξε ήσυχη και δημιουργική, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος από το διασωθέν έργο του, οι τρεις πολύ μελωδικές λειτουργίες και ένας απροσδιόριστος αριθμός μοτέτων και κοσμικών συνθέσεων, αποδίδεται σ’ εκείνη την περίοδο, που κράτησε πέντε χρόνια.
Στις αρχές του 1567 βρέθηκε μακριά από το Μόναχο, στη Βενετία, και για ένα διάστημα στην Κρεμόνα. Όμως, καθώς η οικονομική του κατάσταση στη Βενετία έγινε άθλια, προσπάθησε να επιστρέψει στο Μόναχο, αλλά μάταια. Τελικά, υποθήκευσε όλα τα υπάρχοντά του για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του και τα χρέη. Έφτασε μέχρι του σημείου να αποφεύγει να τον βλέπουν στην πόλη. Μετά την αποτυχία του να επιστρέψει στο Μόναχο, και λόγω της αφόρητης πλέον κατάστασης στη Βενετία, επέστρεψε στη γενέτειρά του. Εκεί τουλάχιστον γλύτωσε από το κυνήγι των πιστωτών του και βρήκε την ηρεμία και τη γαλήνη που έψαχνε τόσα χρόνια. Βρήκε επίσης τη μητέρα του ζωντανή και στη διάθεσή του την πατρική του περιουσία, την οποία άρχισε να εκποιεί για να εξοφλήσει τους πιστωτές του. Με την επιστροφή του στο Χάνδακα ανέκτησε και την ιερατική του ιδιότητα. Μετά την παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Pietro Lando και του επίσης φίλου του, επισκόπου Σητείας και Ιεράπετρας, Viviani, εκλέχθηκε κανονικός στον Α. Τίτο, και βρήκε τελικά το δρόμο του στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Επαναδραστηριοποιήθηκε ως οργανίστας και δάσκαλος μουσικής, με μια σημαντική διαφορά αυτή τη φορά: το πλεονέκτημα της ωριμότητάς του και την ανεκτίμητη εμπειρία που είχε κερδίσει από τη θητεία του σε δύο από τα σημαντικότερα μουσικά κέντρα της Ευρώπης, τη Βενετία και το Μόναχο.
Ο Λεονταρίτης πιθανώς πέθανε το 1572 ή ένα χρόνο αργότερα, έχοντας βιώσει χαρές και λύπες σε μία εποχή που σημαδεύτηκε από τον αγώνα για αναγνώριση της μοναδικότητας του ατόμου και το δικαίωμα για ελεύθερη πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία.
Φραγκίσκος Λεονταρίτης: Η αισθητική του (του Νικόλαου Κοτροκόη)
Μολονότι υπήρξε συνεργάτης – αν όχι μαθητής – κάποιων από τους μεγαλύτερους μουσικούς της εποχής του (A. Willaert και O. di Lasso), κατάφερε να χαράξει τους δικούς του μουσικούς δρόμους, που χαρακτηρίζονται από την ποικιλία μελωδικών γραμμών σε όλες τις φωνές, η αρμονική ευλυγισία, τις ευρηματικές μελωδίες με εξαιρετικές κορυφώσεις, απόδειξη του μεγάλου ταλέντου του, την ανασύσταση του μουσικού υλικού σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κειμένου, και τα ευρηματικά μουσικά σχήματα που οδηγούν τις επιμέρους φωνές – σε συνδυασμό με την αρμονική επεξεργασία – σε μία δίχως προηγούμενο ρυθμικο-μελωδική περίπτυξη. Όλα αυτά, σε μία αέναη εναλλαγή, συνθέτουν το ευφυές καλλιτεχνικό πνεύμα του Φραγκίσκου Λεονταρίτη.